προσκοπικά

προσκοπικά
τα одежда (бой)скаута

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσκοπικά" в других словарях:

  • προσκοπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόσκοπο ή στον προσκοπισμό (α. «προσκοπική στολή» β. «προσκοπικές οργανώσεις») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσκοπικά η στολή τού προσκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσκοπος. Η λ., στο θηλ. προσκοπική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»